μετοχικῶν

μετοχικῶν
μετοχικός
relating to a partnership
fem gen pl
μετοχικός
relating to a partnership
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • παρακοινωνός — ο (νομ.) το άτομο στο οποίο παραχωρεί κάποιος ένα μέρος ή το σύνολο τών μετοχικών του δικαιωμάτων σε μια εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοινωνός. Η λ., στον πληθ. παρακοινωνοί, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”